προσφερτός

προσφερτός
-ή, -ό, Ν [προσφέρω]
αυτός τον οποίο μπορεί κανείς να προσφέρει ως δώρο («να δώσω δε μου μένει / παρά ο διπλός χιτώνας μου, κι αυτός /... στον πιο γυμνότερό μου, προσφερτός», Μαλακ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”